-
1 κουμπί
τό1) пуговица; 2) кнопка (звонка, выключателя и т. п.);πατώ το κουμπί — нажимать кнопку;
3) перен. суть дела;εδώ είναι το κουμπί — в этом вся суть;
§ βρίσκω το κουμπί — находить способ (что-л, сделать), находить ключ (к чему-л.);
αυτά είναι τα κουμπίά της 'Αλέξαινας — вот в чём загвоздка
-
2 κουμπί
[кумби] ουσ. о. пуговица, кнопка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κουμπί
-
3 κουμπί
[кумби] ουσ ο пуговица, кнопка. -
4 κουμπί
копчето(πχ πουκάμισου) копчеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κουμπί
-
5 κουμπί
bouton -
6 κουμπί
1) guzik (m) rzecz.2) przycisk (m) rzecz. -
7 κουμπί
1) knoflík2) tlačítko -
8 κουμπί
1) button2) studΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κουμπί
-
9 düğme
κουμπί, (elektrik) διακόπτης -
10 knoflík
κουμπί -
11 button
κουμπί -
12 guzik
κουμπί -
13 запонка
запонкаж τό κουμπί γιά μανίκι (для манжеты)/ τό κουμπί τοῦ γιακά, τό κουμπί τοῦ κολλάρου (для воротничка). -
14 кнопка
-
15 оторвать
оторвать αποσπώ· \оторвать пуговицу κόβω το κουμπί \оторваться αποσπώμαι, κόβομαι ◇ \оторваться от земли (о самолёте) απογειώνομαι* * *оторва́ть пу́говицу — κόβω το κουμπί
-
16 пуговица
-
17 кнопка
кнопк||аж1. (канцелярская) ἡ πινέζα· 2, (застежка) ἡ κόπ(ι)τσα·3. (электрическая) τό κουμπί:\кнопка звонка τό κουμπί τοῦ κουδουνιοῦ· ◊ нажать на все \кнопкаи разг κάνω παντοίους τρόπους. -
18 button
1. noun1) (a knob or disc used as a fastening: I lost a button off my coat.) κουμπί2) (a small knob pressed to operate something: This button turns the radio on.) κουμπί2. verb((often with up) to fasten by means of buttons.) κουμπώνω3. verb(to catch someone's attention and hold him in conversation: He buttonholed me and began telling me the story of his life.) στριμώχνω κάποιον, τον πιάνω μονότερμα σε συζήτηση -
19 пуговица
-ы θ.το κουμπί•костяная пуговица κοκ-κάλινο κουμπί•
застегнуь все -ы κουμπώνω όλα τα κουμπιά.
-
20 кнопка
1. (подвижная пуговка для приведения в действие чего-л. путём её нажатия) το πλήκτρο, το κουμπί 2. (канц.)η πινέζα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кнопка
См. также в других словарях:
κουμπί — και κομπί, το (ΑM κομβίον) νεοελλ. 1. μικρό κομμάτι από μέταλλο, κόκαλο, πλαστικό ή άλλη ύλη, κυκλικό συνήθως, αλλά και με διάφορα άλλα σχήματα, που στερεώνεται σε ρούχα ή παπούτσια και μπαίνει σε ανάλογη με το μέγεθός του σχισμή ή θηλειά για να… … Dictionary of Greek
κουμπί — το 1. σφαιρικό συνήθως τεμάχιο από στερεά ύλη που ράβεται στο ρούχο, στο παπούτσι κ.ά. και μπορεί να μπαίνει και να συγκρατείται στην αντίστοιχη θηλιά. 2. κάθε αντικείμενο που μοιάζει με κουμπί: Στρίψε το ηλεκτρικό κουμπί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουμπώνω — [κουμπί] 1. προσαρμόζω κουμπί στην οπή του 2. μέσ. κουμπώνομαι α) κλείνω το φόρεμά μου με κουμπιά β) μτφ. γίνομαι διστακτικός, έχω αμφιβολίες, γίνομαι απρόθυμος, κλείνομαι στον εαυτό μου … Dictionary of Greek
κουδούνι (ηλεκτρικό) — Ηχητικός μηχανισμός. Αποτελείται βασικά από έναν μεταλλικό κώδωνα, που τίθεται σε παλμική κίνηση από τις κρούσεις ενός πλήκτρου, το οποίο με τη σειρά του ενεργοποιείται από έναν ηλεκτρομαγνήτη. Το κ. χρησιμοποιείται ως συσκευή σηματοδότησης. Τα… … Dictionary of Greek
μανικετόκουμπο — το κουμπί ραμμένο ή κινητό που χρησιμοποιείται στα μανίκια υποκαμίσων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανικέτι + κουμπί] … Dictionary of Greek
τηλέμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της απόστασης ενός σημείου μη προσιτού απευθείας από τον τόπο της παρατήρησης. Τα τ. χρησιμοποιούνται γενικά για μετρήσεις αποστάσεων αρκετών χιλιομέτρων και σε ιδιαίτερες περιπτώσεις για μικρές αποστάσεις. Η αρχή επί της… … Dictionary of Greek
Evridiki — Infobox musical artist Name = Evridiki Img capt = Evridiki performing Comme Ci, Comme Ça at the Eurovision Song Contest 2007 Img size = Landscape = Background = solo singer Birth name = Alias = Born = birth date and age|1968|2|25 Limassol, Cyprus … Wikipedia
Alonissos — Gemeinde Alonnisos Δήμος Αλοννήσου (Αλόννησος) DEC … Deutsch Wikipedia
Alonnisos — Gemeinde Alonnisos Δήμος Αλοννήσου (Αλόννησος) … Deutsch Wikipedia
Modernes Griechisch — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia
Neugriechisch — Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia